- στελεχιαίος
- -α, -ο / στελεχιαῖος, -αία, -ον, ΝΑαυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε στέλεχος (α. «στελεχιαίο δυναμικό» — το δυναμικό στελεχών μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμούβ. «φλὲψ στελεχιαία» — η πυλαία φλέβα, Γαλ.)αρχ.στελεχώδης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέλεχος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαῖος)].
Dictionary of Greek. 2013.